ἐφαντάζετο
Ερμηνεία:
(φανταζόταν) [γ΄πρόσωπο ενικού του παρατατικού οριστικής ρ. φαντάζομαι (πλάσω ή αναπαριστώ με τη φαντασία, νομίζω, υποθέτω)] …
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) φαίνω (φέρω εις φως, φανερώνω, αφήνω να φανεί, εμφανίζω, δείχνω), φαίνομαι (εμφανίζομαι, εξέρχομαι στο φως, φανερώνομαι), Καινή Διαθήκη: Εβρ. 12,21]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο-Φερετζέλη… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|