Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐστύλωσε


Ερμηνεία:

[γ΄ενικό. πρόσωπο. αορίστου οριστικής. του στυλώνω (στηρίζω με στύλο για να μην πέσει, ξαναδίνω τις δυνάμεις που έχουν χαθεί λόγω ασθενείας)]



Ετυμολογία:

< στυλόω (υποστηρίζω με στύλους)< στύλος (κολόνα, υποστήριγμα)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 …Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: