ἔπιε
Ερμηνεία:
[γ΄ενικό πρόσωπο, αορίστου β΄οριστικής ρ. πίνω]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.), Καινή Διαθήκη: 73 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ …[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|