Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἔπιπτον


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο πληθυντικού του παρατατικού οριστικής του ρ. πίπτω (πέφτω)]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) πίπτω (πέφτω, καταπίπτω, καταβάλλομαι, ανατρέπομαι, κρημνίζομαι, κατευνάζομαι, κοπάζω) , Καινή Διαθήκη 90 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν …[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: