Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



Ἀπετροπιάζετο


Ερμηνεία:

[γ΄ ενικό πρόσωπο παρατατικού του αποτροπιάζομαι (νοιώθω έντονη απέχθεια και αηδεία μπροστά σε κάτι πολύ δυσάρεστο)] 



Ετυμολογία:

[<αποτροπή (παρεμπόδιση, αποσόβηση)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

πετροπιάζετο τος φαύλους… [Πάσχα Ρωμέϊκο].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: