Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐσωρεύθη


Ερμηνεία:

 (συγκεντρώθηκε ή μαζεύτικε σε σωρό) [γ΄πρόσωπο ενικού του παθητικού αορίστου του ρ. σωρεύομαι (συγκεντρώνομαι ή μαζεύομαι ]



Ετυμολογία:

< σωρός (σύνολο μαζεμένων πραγμάτων) [Αριστοφάνης, Ησίοδος, Καινή Διαθήκη. Προς Ρωμ.12,20, Τιμοθ, β΄επιστ. 3,6]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη.. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: