στιγμή
Ερμηνεία:
[(Αριστοτέλης, Δημοσθένης) ελάχιστο χρονικό διάστημα, η κουκίδα]
Ετυμολογία:
[< στίζω (σημειώνω με οξύ εργαλείο, κάνω στίγματα)][Λουκ. 4,5]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!..[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|