Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



τσόχες


Ερμηνεία:

οι τσόχες , εν. η τσόχα (χονδρό μάλλινο ύφασμα. Διάσημες για την ποιότητά τους ήσαν οι αγγλικές τσόχες) . 



Ετυμολογία:

[Τουρκ.çuha]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Εχε φορέσει γγλικς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰἔφαγεν ὅλα  [Ο έρωτας στα χιόνια



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: