ἕν
Ερμηνεία:
[(γεν. του ενός, τον ένα, το ένα), το ουδέτερο του εις]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) εἷς, μια, ἓν (ἕνας μία ἕνα), Καινή Διαθήκη: 337 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον …[Ο έρωτας στα χιόνια].
…Μίαν φοράν έτυχε ν' αυτοσχεδιάσω εν δίστιχον…[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|