Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐκλονήθη


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο ενικού του παθητικού αορίστου οριστικής του ρ.  κλονίζομαι]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) κλονέω (διαταράσσω, συγχέω), κλονέομαι (διαταράσσομαι, πέφτω σε αταξία, θορυβούμαι, τρέπομαι)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: