Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πλειότερον


Ερμηνεία:

 [πλειότερος, -η, -ον, συγκριτικό του επιθ. πλείος, πλείη, πλείον (πλήρης, γεμάτος, έμπλεως, γεμάτος επί χρόνου, ολόκληρος]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) πλεῖος, πλείη, πλεῖον]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… τελευταίαννύκταμεσάνυκταπανλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.... [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: