μόλις
Ερμηνεία:
[επιρρ. με κόπο, με δυσκολία, όχι περισσότερο από, πριν από λίγο, τώρα δα, λίγο αφότου]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) μόγις, < μόλις (Τραγικοί ποιητές, Θουκυδίδης, Αισχύλος, Ευριπίδης) μόλις, Καινή Διαθήκη: 7 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|