Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἀκούουν


Ερμηνεία:

[γ’ πρόσωπο πληθυντικού του ενεστώτα οριστικής του ρ. ακούω (αντιλαμβάνομαι τον ήχο με το αυτί, ακούω )] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) ακούω, Καινή Διαθήκη 427 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 …τόσα παιδιά ποὺ ἀκούουν τὰς διηγήσεις τῶν προμητόρων… [‘Ασπρη σαν το χιόνι].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: