Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



εβίασε


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο ενικού αορίστου ου ρ. βιάζω (εξαναγκάζω, ασκώ ψυχολογική ή σωματική βία, χρησιμοποιώ βία για να εξαναγκάσω κάποιον)] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) βιάω < βιάζω < βία (Ιωνικά, βίη) (σωματική ή πνευματική δύναμη, ορμή, χρήση δύναμης για να εξαναγκαστεί κάποιος, αυθαιρεσία)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Τότε μ' εβίασε φιλικώς να λάβω ονάριον, το οποίον εσταμάτησεν εις τον δρόμον. Ήτο μεγαλόσωμον, με κοκκινωπόν σποδοβάϊον τρίχωμα, όλως  ...[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907) ]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: