Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



στεναγμοῦ


Ερμηνεία:

 [στεναγμός, του στεναγμού, οι στεναγμοί] [η κοφτή ανάσα που παρατηρείται, όταν κανείς έχει μια μεγάλη θλίψη 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ. Τραγωδοί) στένω (αναστενάζω) < στόνος (στεναγμός), Πρ. Αποστ. 7,34, Ρωμ. 8,36]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμο προσέθετε: - K᾿ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: