Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἀνέπνεε


Ερμηνεία:

 [έπαιρνε αναπνοή] [γ΄πρ. εν. παρατ. του ρ. αναπνέω] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) αναπνέω (ανασαίνω, λαμβάνω αναψυχή, συνέρχομαι]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον …[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: