Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐχύθη


Ερμηνεία:

  [χύθκε (γ΄προσωπο ενικού παθ. αορίστου του ρ. χέω)]



Ετυμολογία:

[< (Ομηρ) χέω (αφήνω να τρέξει, να ρεύσει)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… καὶ τὸ αἷμα τῆς ἐλάφου ἐχύθη ἐπάνω στὰ χιόνια… [Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: