ἐκινεῖτο
Ερμηνεία:
[γ΄ πρ. εν.. παρατατ., οριστ. του κινούμαι]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.), Καινή Διαθήκη: 8 φορές. κινέω (κινώ, κουνώ), κινούμαι (ταράσσομαι, βαδίζω)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|