ὕστερα
Ερμηνεία:
[χρονικό επίρρ. (κατόπιν, μετέπειτα)]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) , Καινή .Διαθήκη. 11 φορές ὕστερον < ὕστερα]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Καὶ ὕστερα, νομίζω, τὸ Βασιλόπουλο ἐπῆγε νὰ λαφοκυνηγήσῃ εἰς τέτοιον καιρόν, … [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|