ὀνάριον, τό
Ερμηνεία:
[το υποκοριστικό του όνου, το γαϊδουράκι]
Ετυμολογία:
[< Ομηρ, όνος (γάδαρος, γαϊδούρι), Καινή Διαθήκη, 5 φορές (Λουκ. Ματθ. Ιωανν.)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Τότε μ᾿ἐβίασε φιλικῶς νὰ λάβω ὀνάριον, τὸ ὁποῖον ἐσταμάτησεν εἰς τὸν δρόμον [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|