ἱλαροὶ, οἱ
Ερμηνεία:
ἱλαροὶ, οἱ [ἱλαρός, -ά, -όν]
Ετυμολογία:
(< (Όμηρ.) ἱλάσκομαι (εξιλεώνω,καταπραΰνω, εξευμενίζω < ιλαρός (φαιδρός, χαρούμενος, εύθυμος)]…
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
ἀλλ' ἐμειδίων οἱ ἱλαροὶ καὶ ἥμεροι ὀφθαλμοί του.... [Πάσχα Ρωμέϊκο].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|