ἡμέρα, ἡ
Ερμηνεία:
(τῆς ἡμέρας, αἱ ἡμέραι, τῶν ἡμερών, τὰς ἡμέρας [η χρονική περίοδος του εικοσιτετραώρου, κατά την οποία υπάρχει φως, ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, καιρός, εποχή]
Ετυμολογία:
[< (Αρχ.) ημέρα, Καινή Διαθήκη: 388 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|