ἔχομεν
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο πληθυντικού του ενεστώτα οριστικής του ρ. ἔχω (κρατώ, πιάνω, βαστώ, φέρω, φορώ, έχω επάνω μουπεριέχω, κατέχω, αναστέλλω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, κρατώαντέχω, βαστώ, διευθύνω, κινώ, κρατώ κατεπάνω]
Ετυμολογία:
[Όμηρ., Κ.Δ. 705 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… τὸ Βασιλόπουλο ἐπῆγε νὰ λαφοκυνηγήσῃ εἰς τέτοιον καιρόν, ὁποῖον ἔχομεν αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα…[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|