ἔχει
Ερμηνεία:
[γ΄ενικό πρόσωπο του ρ. έχω], βλ. έχομεν]
Ετυμολογία:
< (Ομηρ.) ἔχω [κρατώ, κατέχω]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|