ἔφιππον
Ερμηνεία:
[(αυτός που βρίσκεται πάνω στο άλογο, τον ίππο), αιτιατική ενικού του θηλυκού του επιθέτου ο, η έφιππος, το έφιππον (η έφιππος, της εφίππου, την έφιππον, αι έφιπποι, των εφίππων, τας εφίππους)]
Ετυμολογία:
[ Σοφοκλής, Πλούταρχος < ἐφ’ + (ἐπί) + ἵππος (ἄλογο)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... τὴν λαμπρὰν παρέαν τοῦ καπετὰν Κωνσταντῆ τοῦ Μυτιληνοῦ, ὅλην ἔφιππον. Αὐτός ...[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|