ἔφερε
Ερμηνεία:
[βλ. ἔφερεν]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) φέρω (φέρνω, φέρω, φοράω, Καινή Διαθήκη: 68 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… όταν το παγούρι αυτό έφερε τους συνήθεις γύρους…[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|
|
|