ἔτριξεν
Ερμηνεία:
[γ΄πρ. εν. αορ. οριστ. του ρ. τρίζω (τσιρίζω, παράγω λεπτό ενοχλητικό ήχο, όπως π.χ. όταν τρίβονται τα δόντια της άνω γνάθου στην κάτω γνάθο, όταν ανοιγοκλείνει μια θύρα με αλάδωτους αρμούς)]
Ετυμολογία:
[<τρίζω (Όμηρ.), Καινή Διαθήκη. Μαρκ 9,18
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Τὸ παράθυρον ἔτριξεν… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|