ἔλαφον, τὴν
Ερμηνεία:
[ἡ ἔλαφος, της ἐλάφου (το ελάφι, μεγάλο μηρυκαστικό θηλαστικό, του οποίου το αρσενικό φέρει χαρακτηριστκά πολυσχιδή κέρατα κέρατα)]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) ο. η ἔλαφος]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
ἐμάτιασε*μίαν ἔλαφον· καὶ τὸ αἷμα τῆς ἐλάφου ἐχύθη ἐπάνω στὰ χιόνια, κ᾿ ἐκεῖ ... [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|