ἔλα
Ερμηνεία:
[β΄πρόσωπο ενικού του ενεστ. προστακτ. του ρ. έρχομαι (κινούμαι προς κάποια κατεύθυνση ή προς κάποιον, περπατώ, πηγαίνω ή φθάνω κάπου, πλησιάζω, ταιριαζω]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) έρχομαι, Καινή Διαθήκη: 631 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|