ἐσώζετο
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπον ἑνικοῦ τοῦ παρατατικοῦ τοῦ ρ. σῴζομαι (γλυτώνω ἀπὸ θάνατο, διατηρούμαι ζωντανός, διαφυλάγομαι, ἐλευθερώνομαι)
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) σώω (σώζω), Καινή Διαθήκη 106 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|