ἐσηκώνετο
Ερμηνεία:
[γ΄ενικό πρόσωπο, παρατατικού. οριστικής. του ρ. σηκώνομαι]
Ετυμολογία:
[< Μεσαιων. σηκώνω < σηκός (ζύγι)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαντου, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|