ἐπρόκειτο
Ερμηνεία:
[γ΄προσωπο ενικού του παρατατικού οριστικής του ρ. πρόκειμαι]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) Καινή Διαθήκη. 5 φορες (2 προς Κορ, Εβρ., Ιουδα) πρόκειμαι (είμαι τοποθετημένος εμπρός) < προ + κεῖμαι (βρίσκομαι, ευρίσκομαι, επί εμψύχων κατάκειμαι, κοίτομαι)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ἐπρόκειτο δι᾿ ἕνα Βασιλόπουλο, ὁποὺ δὲν ἔστεργε ποτὲ νὰ πανδρευθῇ, [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|