ἐπέμεινα
Ερμηνεία:
[ά προσωπο ενικού του αορίστου του ρ. ἐπιμένω (εξακολουθώ να είμαι ανυποχώρητος, ακολουθώ με πείσμα μια τακτική ή στάση)]
Ετυμολογία:
[ < (Όμηρ.) επί (σημαίνει τη στάση πάνω σε κάτι, την προς τα πάνω κίνηση) + Ομηρ μένω (μένω, διατρίβω, διαμένω) Καινή Διαθήκη: 15 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
...Παρὰ τὴν βρύσιν ἐπέζευσεν ἐκεῖνος, ἐγὼ ἐπέμεινα πεζὸς νὰ βαδίζω. [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|