ἐμορμύρισε
Ερμηνεία:
[γ΄ενικό πρόσωπο. αορίστου., οριστικής. του ρ. μορμυρίζω] Βλ. μορμυρίζων
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|