ἐδοκίμασε
Ερμηνεία:
[γ΄πρ. ενικού αορ. οριστικής του ρ. δοκιμάζω (υφίσταμαι ταλαιπωρία, περνάω δυσάρεστα, υποφέρω)]
Ετυμολογία:
[Καινή Διαθήκη: (Παύλ., Ματθ.,Μάρκ., Ιωανν.)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του …[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|