ἀσπροντυμένη
Ερμηνεία:
[ἀσπροντημένος, -ή, -ο (ο ντυμένος στα άσπρα, τα λευκά, αυτός πο φοράει λευκά ενδύματα)]... Ποιὰ εἶν᾿ ἐκείνη ποὺ κατεβαίνει ἀσπροντυμένη ἀπ᾿τὸ βουνό.’’.. [Άσπρη σαν το χιόνι]
Ετυμολογία:
[ ἄσπρος (βλ. ἄσπρο, ἄσπρα) ) + ντυμένη < ἐνδεδυμένη (μετοχή παρακειμένου του ενδύω < ἐν + δύω (βυθίζω) ]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Ποιὰ εἶν᾿ ἐκείνη ποὺ κατεβαίνει ἀσπροντυμένη ἀπ᾿τὸ βουνό.’’.. [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|