ἀρχαίου, τοῦ
Ερμηνεία:
[ἀρχαίος, -α, -ον (αυτός που έζησε ή υπήρξε έχει σχέση με το πολύ μακρινό παρελθόν)]
Ετυμολογία:
[< (Αρχ.) ἀρχαίος < (Όμηρ.) αρχή ( ξεκίνημα, έναρξη, αφορμή, αιτία < άρχω (προηγούμαι, είμαι οδηγός, άρχομαι)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ὅλοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν εὐτυχεῖς ἐναντίον πρὸς τὸν στίχον τοῦ Ἰταλοῦ ποιητοῦ, καὶ συμφωνότεροι πρὸς τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου· εὐτυχεῖς διότι δὲν ὑπῆρξαν…[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|