ἀπατεώνας
Ερμηνεία:
[αυτός που εξαπατά τους άλλους για δικό του όφελος, όποιος κάνει απάτες, θηλ. απατεώνισσα]
Ετυμολογία:
[ο απατεών, του απατεώνος < (Όμηρ.) απάτη (δόλος), Καινή Διαθήκη 7 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
«Ἲλ τραδιτόρε νὸν ἃ κομπασσιόν» -ὁ ἀπατεώνας δὲν ἔχει λύπησι. …[Πάσχα Ρωμαέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|