ἀνεγνώρισεν, τὸν
Ερμηνεία:
[γ΄ πρόσωπο ενιικού, του αορίστου του ρ. ἀναγνωρίζω (διαπιστώνω την ταυτότητα κάποιου προσώπου ή πράγματος)]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) [ἀνά + (Όμηρ.) γνώω < γιγνώσκω γνωρίζω]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν … [Ο έρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|