ἀνακάτωμα, τὸ
Ερμηνεία:
[ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακατωμός (ανάμειξη, συγκέντρωση ανόμοιων, περιστροφική ανακίνηση υγρού, ναυτία (τάση για έμετο), αναγούλα, μπλέξιμο σε ανεπιθύμητη υπόθεση]
Ετυμολογία:
[< ανάκατος, -η, -ον (ο άτακτος, αυτός που έγινε πάνω-κάτω) < Μεσαιων. ανώκατος, -η, -ον < άνω + κάτω]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... τὸ ὁποῖον ἐγὼ μὲ τὸ ἀνακάτωμα ἀθηναϊκῶν ἀναμνήσεων ὠνόμασα «κοκκινέλι». [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|