ἀκούῃ
Ερμηνεία:
[γ’ πρόσωπο ενικού, ενεργητικής φωνής του ενεστώτα υποτακτικής του ρ. ακούω (αντιλαμβάνομαι τον ήχο με το αυτί, ακούω )]
...., ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα....[Ο Έρωτας στα χιόνια]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|