ἀγκωνάρι, τὸ
Ερμηνεία:
[ογκώδης λαξευτή πέτρα κατάλληλα τετραγωνισμένη, ώστε να κτίζεται στις γωνίες των τοίχων, (ακρογωνιαίος λίθος) των κατοικιών]
Ετυμολογία:
[< ((Όμηρ.)) ο αγκών, του αγκώνος (η καμπή, η εσωτερική καμπή ή διάρθρωση του βραχίονα, ο αγκώνας < (Μεσαιων.) η αγκωνή (η καμπή ή γωνία του τείχους, η κάθε γωνία του σπιτιού]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|