χαμόγελον, το
Ερμηνεία:
[μειδίαμα, ελαφρό γέλιο, γέλιο κατά το οποίο συσπώνται οι μυς του προσώπου που βρίσκονται κυρίως γύρω από το στόμα, έλκοντας τις γωνίες τους προς τα πάνω με ελαφρά διάνοιξη του στόματος]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) χαμαί (κατά γης) <χάμω, χάμου +(Όμηρ) γελάω, γελώ]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της,… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|