φορά
Ερμηνεία:
[χρονική στιγμή]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) φέρω (φέρνω, σηκώνω, παίρνω και φέρνω μαζί μου)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα ... [Ο έρωτας στα χιόνια]
... Μίαν φορὰν ἔτυχεν ν᾿ αὐτοσχεδιάσω ἓν δίστιχον πρὸς ἔπαινον μιᾶς λευκῆς καὶ ... … [Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|
|
|