φθαρμένον , τό
Ερμηνεία:
[φθαρμένος, -η, -ον] [αυτός που έχει φθαρεί ή έχει υποστεί φθορά]
Ετυμολογία:
[< εφθαρμένος, -η, -ον]. [Μετοχ. παρακ. του φθείρομαι (καταστρέφομαι εντελώς, χάνομαι)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|