τρόπον, τόν
Ερμηνεία:
[ὁ τρόπος, τοῦ τρόπου, οἱ τρόποι (συμπεριφορὰ, φέρσιμο, ἐπιτηδειότητα, σύστημα δράσης, μέθοδος, τεχνικὴ]
Ετυμολογία:
[(Ὅμηρος) τρόπος < τρέπω (κάνω κάποιον νά ἀλλάξει κατεύθυνση ἢ στάσῃ), Κ. Διαθήκη 13 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα… [Ὁ ἔρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|