τουφεκιάν, τήν
Ερμηνεία:
[η τουφεκιά, της τουφεκιάς, οι τουφεκιές [πυροβολισμός με τουφέκι (φορητό μακρύκανο όπλο, που μπορεί να είναι στρατιωτικό ή κυνηγετικό]
Ετυμολογία:
[< (Τουρκικά) tüfek < τυφέκιον < τουφέκι < ντουφέκι]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Κι ἔρριξε μίαν τουφεκιάν…. [Άσπρη σαν το χιόνι].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|