σύντροφος, ὁ
Ερμηνεία:
(του συντρόφου) [αυτός που ζεί ή έζησε μαζί με κάποιον ή κάποια άλλη, ο ή η σύζυγος]
Ετυμολογία:
[< συντρέφω < συν- + τρέφω (Αρχ.), Καινή Διαθήκη πράξεις Αποστόλων)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ .. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|