στενόν, τόν
Ερμηνεία:
(στενός, -ή, -όν) [τον στενόν: Αιτατική του στενός. Η αιτιατική του ουδετέρου, στενόν ή στενό, είναι: το στενον ή το στενό ] [αυτός που δεν είναι φαρδύς, αυτός που έχει μικρό πλάτος]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) στείνω (στενεύω, γίνομαι στενός, στενούμαι, στενοχωρούμαι, παρεμποδίζομαι), Ματθ., Λουκ. 3 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου. [Ὁ ἔρωτας στα χιόνια]
... προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον …[Ὁ ἔρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|