στάδιόν του
Ερμηνεία:
στάδιόν, το 1. Σταθερή μονάδα με την οποία μετρούσαν οι αρχαίοι Έλληνες το μήκος. 1 στάδιον = 5 πλέθρα = 600 πόδια ή 192,27 μέτρα. Μεταφορικά σημαίνει ένα ορισμένο επάγγελμα και το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το ασκεί ή το ασκούσε κάποιος.
Ετυμολογία:
[(Ηρόδοτος, Πίνδαρος, Πολύβιος) <στῆναι < στάδιον,
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
.... Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|